δρώπακα

δρώπακα
δρώ̱πακα , δρῶπαξ
pitch-plaster
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρωπακιστής — δρωπακιστής, ο (AM) 1. αυτός που μαδά τις τρίχες του με δρώπακα 2. κομμωτής που κάνει αποτρίχωση 3. κίναιδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”